- αφεσιμος
- ἀφέσιμοςἀφέσῐμος2(ᾰ) свободный, праздничный
(ἡμέρα Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἡμέρα Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αφέσιμος — η, ο (AM ἀφέσιμος, ον) [άφεσις] μσν. νεοελλ. (για αμαρτήματα) αυτός που μπορεί να αφεθεί, να συγχωρηθεί αρχ. φρ. «ἀφέσιμος ἡμέρα» > γιορτή, σχόλη … Dictionary of Greek